Από το « Ευλογημένος ο Ερχόμενος» στό « άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν...»
Συσσωρευμένη η απέχθεια της Κυβέρνησης προς κάθε τι το Χριστιανικό... Αναποδογυρίζουν τώρα και την Ανάσταση του Χριστού ! Link
"...Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γιός και Λόγος του Θεού ο συναΐδιος καί συνάναρχος, σήμερα ταπεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ’ ένα πουλάρι.
Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ»
Εκείνη
την εποχή οι πολέμαρχοι του κόσμου σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε
κάτω τους οχτρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθίζανε απάνω σε χρυσά
αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους.
Μπροστά πηγαίνανε οι
σάλπιγγες κι οι σημαίες κ’ οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος
στρατιώτες σκεπασμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω
σ’ ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια
παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι
οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους
ήτανε κλειδωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά
χέρια τους ήτανε ματωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους
περπατούσανε περήφανα και τεντωμένα, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με
τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον
κόσμο.
Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ’
αμάξι του πολεμάρχου, που καθότανε σ’ ένα θρονί πλουμισμένο μ’ ακριβά
πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον
αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βαστούσε το τρομερό σκήπτρο του,
που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν’ ανοίξει το στόμα του αυτός
που το κρατούσε.
Άλογα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ’ αυτά τ’ αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περήφανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορφο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια μεγάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.
Από
πίσω ερχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι
και λαβωμένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα
είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνεση και δυστυχία
είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω.
Αυτοί ήτανε δεμένοι με
σκοινιά και μ’ αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρελιασμένοι,
πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθαμένοι από τα μαρτύρια κι από την
αγρύπνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ’ οι πλάτες τους ήτανε μελανιασμένες
από το βούνευρο.
Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθένες ντροπιασμένες,
κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα
εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε
στον μακελάρη.
Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και
δόξαζε τον νικητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε
σαν καπνός απ’ όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».
Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χριστός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπείνωσης.
Ο
Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο
Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ’ ένα πουλάρι, σ’ ένα γαϊδουρόπουλο,
πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα...
+++++++++++++++++++++