Αγαπητοί αδελφοί. Κάτι πολὺ περίεργο διαβάσαμε σήμερα στὸ Κυριακάτικο Εὐαγγέλιο ( Μάρκ. 8,34 – 9,1). Θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ σᾶς δώσω νὰ τὸ καταλάβετε...
Λέει λοιπόν ὅτι ὅσοι ἔχουν βαπτισθῆ εἰς τὸ ὄνομα τῆς Αγίας Τριάδος, εἶνε δηλαδὴ
Χριστιανοί, ὅλοι αὐτοὶ εἶνε στρατιῶτες. Στρατιῶτες όμως ὄχι σὰν αὐτοὺς ποὺ
βλέπουμε στὶς παρελάσεις. Διαφέρει ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς
στρατιῶτες τῶν ἐπιγείων Κρατῶν.
Στὴ στρατιὰ τοῦ Κυρίου μας προσκαλούμεθα ὅλοι νὰ καταταγοῦμε, ἀπὸ τὸ μικρὸ παιδάκι μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέροντα. Κάνει σήμερα μ᾿ ἄλλα λόγια ὁ Χριστός μας γενικὴ ἐπιστράτευσι.
Μᾶς καλεῖ λοιπόν ὅλους, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μαύρους καὶ ἄσπρους,
κόκκινους καὶ κίτρινους, νὰ γίνουμε στρατιῶτες του καὶ νὰ ὑποταχθοῦμε στὸ
βασίλειό του. Μὲ μόνη τὴ διαφορά, ὅτι ἡ ἐπιστράτευσις αὐτὴ δὲν εἶνε
ὑποχρεωτική.
Μποροῦσε ὁ Χριστὸς καὶ εἶχε δικαίωμα νὰ μᾶς πάρει ἀπὸ τὸ αὐτὶ καὶ νὰ μᾶς βάλει
βιαίως στὴν Ἐκκλησία. Δὲν τὸ κάνει όμως αὐτό· σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Μᾶς ἀφήνει
νὰ διαλέξουμε· ἢ νὰ πᾶμε μαζί του ἢ νὰ πᾶμε μὲ τὸν διάβολο.
Βάζει
μπροστά μας τὸ νερὸ καὶ τὴ φωτιὰ καὶ μᾶς λέει· Διαλέξτε· ἂν θέλετε, βάλτε τὸ
χέρι σας στὸ νερὸ καὶ θὰ δροσιστῆτε, ἂν θέλετε βάλτε το στὴ φωτιὰ καὶ θὰ
καῆτε. Εἶστε ἐλεύθεροι. Γι᾿ αὐτὸ ἔτσι ἀρχίζει τὸ εὐαγγέλιο· «Ὅστις θέλει ὀπίσω
μου ἀκολουθεῖν…», ὅποιος θέλει. Δὲν ἀναγκάζει κανέναν ἀπολύτως ὁ
Χριστός.
Στρατιῶτες λοιπὸν εἴμαστε. Ἀρχηγός μας εἶνε ὁ Χριστός. Σάλπιγγά του εἶνε τὸ
ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ μᾶς καλεῖ σ᾿ ἕνα πόλεμο ἱερὸ καὶ ἅγιο. Νὰ πολεμήσουμε τοὺς
ἐχθρούς μας.
Ποιοί όμως εἶνε οἱ ἐχθροί μας;