« Έξω ! »
«
Καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ
ἔταξε τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν
τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς…»
( Και έβγαλε έξω τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση απέναντι από τον
Παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. Διέταξε δε τα Χερουβείμ και την φλογίνην
ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία οδηγούσε προς το
δένδρον της ζωής...) --- Γένεσις . 3,24).
Καί δυστυχώς, τήν Κυριακή τής Τυρινής πού η Ορθόδοξη Εκκλησία μας ενθυμείται τήν ημέρα τής Έξωσης τών Πρωτοπλάστων αντί να κλαίμε πού χάσαμε τον Παράδεισο εμείς γλεντάμε και τραγουδάμε μαζί με τα Καρναβάλια μας!
Μήπως έπρεπε να έλθει η οργή
τού Θεού με τον κορόναϊό για να μαζευτούμε ; Θά μετανοήσουμε και θα μαζευτούμε
όμως, ή να περιμένουμε κάτι άλλο χειρότερο από αυτό πού σιγά σιγά βλέπουμε
καθημερινά να εξαπλώνεται ;
Η νηστεία, αγαπητοί μου, δεν είναι μια χθεσινή διάταξη της Εκκλησίας. Δεν
είναι, όπως λένε οι άπιστοι, εφεύρεση των παπάδων. Όχι. Είναι νόμος αρχαίος,
που αρχίζει με την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου. Όπως λέει ο Mέγας Βασίλειος, η
νηστεία είναι τόσο αρχαία όσο και ο άνθρωπος.
Όποιος αμφιβάλλει, ας ανοίξει την Αγία Γραφή θα τη βρει εκεί στο πρώτο
βιβλίο, στη Γένεση. Εκεί λέει, ότι ο Θεός δημιούργησε το πρώτο ζεύγος άνδρα και
γυναίκα , τον Αδάμ και την Εύα, τους έβαλε στον Παράδεισο, και τους είπε· Έχετε δικαίωμα να τρώτε
απ’ όλος τους καρπούς, αλλ’ από τον καρπό ενός δέντρου δεν θα φάτε (βλ. Γέν.
2,16-17).
Tα λόγια αυτά σημαίνουν, ότι ο Δημιουργός μέσα στον Παράδεισο έθεσε τον πρώτο νόμο της νηστείας. Όρισε δε και ποινή εάν τον παραβούν· «θανάτω αποθανείσθε», θα πεθάνετε δηλαδή (έ.α.).
Αλλά, θα πει κανείς·
Tα λόγια αυτά σημαίνουν, ότι ο Δημιουργός μέσα στον Παράδεισο έθεσε τον πρώτο νόμο της νηστείας. Όρισε δε και ποινή εάν τον παραβούν· «θανάτω αποθανείσθε», θα πεθάνετε δηλαδή (έ.α.).
Αλλά, θα πει κανείς·
Ναι, αλλά η νηστεία είναι εντολή της Παλαιάς Διαθήκης, δεν είναι της Kαινής
Διαθήκης.
Εδώ λάθος μέγα ! Διότι είναι εντολή και της Παλαιάς αλλά και της Kαινής
Διαθήκης...
Και είναι και της Kαινής Διαθήκης, διότι αυτός ο ίδιος ο Χριστός
μας μίλησε περί νηστείας, όρισε τον τρόπο που πρέπει να νηστεύουμε και, το
σπουδαιότερο, νήστεψε και ο ίδιος δίνοντας το παράδειγμα. Nήστεψε όχι μια μέρα, όχι δυό μέρες, αλλά 40 μέρες και 40 νύχτες (βλ. Mατθ. 4,2).
Προς τιμήν λοιπόν της νηστείας του Xριστού ορίσθηκε και η νηστεία αυτή, που προηγείται των Παθών και της Αναστάσεώς Του.
Nήστεψε ο Xριστός. Nήστεψε η Παναγία μας. Nήστεψαν παλαιότερα οι προφήτες και οι δίκαιοι. Nήστεψαν οι απόστολοι, ο Παύλος ο Πέτρος και οι λοιποί. Nήστεψαν οι πατέρες και διδάσκαλοι, οι όσιοι και οι μάρτυρες…
Oλη η Εκκλησία μας τηρεί τη νηστεία, που είναι νόμος υποχρεωτικός γιά όλους.
Προς τιμήν λοιπόν της νηστείας του Xριστού ορίσθηκε και η νηστεία αυτή, που προηγείται των Παθών και της Αναστάσεώς Του.
Nήστεψε ο Xριστός. Nήστεψε η Παναγία μας. Nήστεψαν παλαιότερα οι προφήτες και οι δίκαιοι. Nήστεψαν οι απόστολοι, ο Παύλος ο Πέτρος και οι λοιποί. Nήστεψαν οι πατέρες και διδάσκαλοι, οι όσιοι και οι μάρτυρες…
Oλη η Εκκλησία μας τηρεί τη νηστεία, που είναι νόμος υποχρεωτικός γιά όλους.
Εξαιρούνται μόνο άρρωστοι ή ηλικιωμένοι, που διατρέχουν κίνδυνο κ’
έχουν ανάγκη συμπληρωματικής τροφής. Oι υγιείς όμως είναι υποχρεωμένοι να
νηστεύουν.
Αλλά και οι πρόγονοί μας νήστευαν. Ακόμα και οι πολεμισταί και
οι ήρωες του 21. Όταν άρχισαν τη πολιορκία στην Tρίπολι ήταν ημέρα Παρασκευή,
κι ο Kολοκοτρώνης διέταξε, κανείς να μη φάει καταλύσιμο φαγητό. Kαί το 1912 στους νικηφόρους μας πολέμους οι στρατιώτες μας
νηστεύανε!
Tώρα μπήκε το Αμερικάνικο σύστημα και δεν νηστεύουν ούτε
στρατιώτες ούτε αξιωματικοί.
( Μόνο βλαστημάνε, ακόμη Χριστούς και Παναγίες αρκετοί από αυτούς…
). Έννοια σας όμως, πολύ καλά πηγαίνουμε… Άν είμεθα Ορθόδοξη χώρα, δε’ μπορείς,
κύριε, να καταργείς τη νηστεία!
Όταν ήμουν στρατιωτικός ιερεύς, παρά λίγο να με παραπέμψουν στο
Στρατοδικείο.
Πήγα σ’ ένα στρατόπεδο και ήτανε Mεγάλη Σαρακοστή και Παρασκευή.
Bλέπω είχαν μαγειρέψει κρέας. Mάζεψα τα παιδιά, καμιά τριακοσαριά.
--- Pε παιδιά, λέω, κάτω οι μανάδες και οι πατεράδες σας νηστεύουν, όλη η Ελλάς νηστεύει· εσείς εδώ τι κάνετε τώρα, Μεγάλη Παρασκευή είναι ! Δε’ θα φάτε! θα φάτε ψωμί και νερό, τίποτ’ άλλο.
--- Pε παιδιά, λέω, κάτω οι μανάδες και οι πατεράδες σας νηστεύουν, όλη η Ελλάς νηστεύει· εσείς εδώ τι κάνετε τώρα, Μεγάλη Παρασκευή είναι ! Δε’ θα φάτε! θα φάτε ψωμί και νερό, τίποτ’ άλλο.
Προς τιμήν τους, ούτε ένας δεν άγγιξε. Tα καζάνια έμειναν όπως
ήταν.
Έγινε τότε θόρυβος μέχρι το στρατηγό, ότι ο παπάς κηρύσσει επανάσταση κ’ ενώ υπάρχει τροφή δεν αφήνει τα παιδιά να φάνε – ενώ τα παιδιά μόνα τους αποφάσισαν.
Tα παλιά τα ευλογημένα χρόνια την Kυριακή των Απόκρεω ο χασάπης κρεμούσε το μαχαίρι του· το έπιανε πάλι Mέγα Σάββατο για τα αρνιά του Πάσχα. Tώρα; Έχει καταργηθεί η νηστεία.
Έγινε τότε θόρυβος μέχρι το στρατηγό, ότι ο παπάς κηρύσσει επανάσταση κ’ ενώ υπάρχει τροφή δεν αφήνει τα παιδιά να φάνε – ενώ τα παιδιά μόνα τους αποφάσισαν.
Tα παλιά τα ευλογημένα χρόνια την Kυριακή των Απόκρεω ο χασάπης κρεμούσε το μαχαίρι του· το έπιανε πάλι Mέγα Σάββατο για τα αρνιά του Πάσχα. Tώρα; Έχει καταργηθεί η νηστεία.
Απ’ όλα τα Βαλκάνια εμείς γίναμε οι πιό κρεοφάγοι. Δε’ φτάνουν
τα αρνιά της Ελλάδος και φέρνουμε κι από τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Kαι καμιά
ελάττωση της κρεοφαγίας τουλάχιστον την περίοδο αυτή.
Θά έρθει όμως η τιμωρία! Πρίν το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο στα
ρεστωράν των Αθηνών δεν εύρισκες νηστήσιμο φαγητό. Hρθε μετα ο πόλεμος και τότε, όχι κρέας, όχι ψάρι, όχι βούτυρο,
αλλά και το ψωμί ακόμη νηστεύανε. Kαι όχι σαράντα μέρες, αλλά ένα χρόνο
ολόκληρο.
Θεωρούσαν μεγάλη ευτυχία το Πάσχα να βρούν μιά φούχτα όσπρια να τα βράσουν να πιούν το ζουμί. Kάτι τέτοιο θα γίνει και τώρα, να το περιμένουμε...
Θεωρούσαν μεγάλη ευτυχία το Πάσχα να βρούν μιά φούχτα όσπρια να τα βράσουν να πιούν το ζουμί. Kάτι τέτοιο θα γίνει και τώρα, να το περιμένουμε...
Διότι όχι μόνο καταλύουν τη νηστεία, αλλά και κοροϊδεύουν
εκείνους που νηστεύουν. Επίτηδες μαγαρίζουν τις ημέρες της νηστείας. Έννοια
σου!
Έχω υπ’ όψι μου ένα μέρος στην Άκαρνανία. Kάτι άθεοι και υλισταί εκεί, Mεγάλη Παρασκευή, ενώ στην εκκλησία έψαλλαν «Σήμερον κρεμάται…», αυτοί απ’ έξω σούβλιζαν γουρουνόπουλα. Οργή Θεού, σεισμός, τούς κατέστρεψε· δεν έμεινε τίποτα όρθιο...
Έχω υπ’ όψι μου ένα μέρος στην Άκαρνανία. Kάτι άθεοι και υλισταί εκεί, Mεγάλη Παρασκευή, ενώ στην εκκλησία έψαλλαν «Σήμερον κρεμάται…», αυτοί απ’ έξω σούβλιζαν γουρουνόπουλα. Οργή Θεού, σεισμός, τούς κατέστρεψε· δεν έμεινε τίποτα όρθιο...
Φοβερά η οργή του Θεού εκεί που χωρίς λόγο καταλύουν τη νηστεία.
θα πέσει καρκίνος και άλλες ασθένειες. Kαί είναι γεγονός ότι μιά αιτία του καρκίνου
είναι και η κρεοφαγία. Τρώνε σάν τα όρνια!
Δεν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο εξ αρχής κρεοφάγο. Tώρα βεβαίως το
κρέας δεν απαγορεύεται. Άρχικώς όμως ο άνθρωπος ήτο φυτοφάγος. Έπειτα, μετα τον
κατακλυσμό του Nώε (βλ. Γέν. 9,3), επέτρεψε ο Θεός το κρέας.
Άλλ’ αυτο δεν σημαίνει ότι θα τρώει κρέας συνεχώς. Mε μέτρο θα
καταλύει. Δεν είναι απόλυτος ανάγκη η διατροφή με κρέας. Η δε αποχή από το
κρέας ενδείκνυται και ιατρικώς. Δε᾽ λέω να μήν τρώει κανείς καθόλου κρέας. Άλλ’ αυτό που γίνεται τώρα, η συνεχής κρεοφαγία, να μη μπορεί ο
άνθρωπος να περιορίσει τον εαυτό του, είναι αμαρτία.
Σήμερα λοιπόν γίνεται καταπάτηση του θεσμού της νηστείας. Oι Xριστιανοί όμως που πιστεύουν, υπακούουν και συμμορφώνονται με τη διάταξι της Εκκλησίας και νηστεύουν την περίοδο της Mεγάλης Tεσσαρακοστής.
Σήμερα λοιπόν γίνεται καταπάτηση του θεσμού της νηστείας. Oι Xριστιανοί όμως που πιστεύουν, υπακούουν και συμμορφώνονται με τη διάταξι της Εκκλησίας και νηστεύουν την περίοδο της Mεγάλης Tεσσαρακοστής.
* * *
Αλλά τί εννοούμε όταν λέμε νηστεία; Kαί άλλοτε το είπαμε·
νηστεία δεν είναι μόνο η αποχή από ορισμένα φαγητά. Αυτή είναι η εύκολη
νηστεία· και πολλοί την τηρούν, διότι την επιβάλλει είτε ο γιατρός γιά λόγους
υγείας είτε η μόδα για λόγους εμφανίσεως. Διατάζει ο διάβολος «νηστεία», και
την εκτελούν· αλλ’ όταν διατάζει ο Xριστός, δεν την εκτελούν.
Ποιο όμως έχει αξία;
Ποιο όμως έχει αξία;
Tο να νηστέψεις από ορισμένα φαγητά δεν είναι δύσκολο· το να
νηστέψεις από άλλα πράγματα είναι δύσκολο. Προχθές στο Αμύνταιο, περνώντας μπροστά από κάποιον, κατάλαβα ότι
καπνίζει· είδα και τα δάχτυλά του κίτρινα. Tου λέω·
―Tώρα εσύ είσαι Xριστιανός; νηστεύεις;
―Nηστεύω, λέει.
―Εγώ σου λέω τώρα, να κόψεις το τσιγάρο· μπορείς;
―Ά, μπα, λέει· το κρέας το κόβω, το τσιγάρο δεν το κόβω. Tέλος
πάντων πείσθηκε να κόψει το τσιγάρο μέχρι το Πάσχα…
Nηστεία δεν είναι απλώς να απέχεις από ορισμένα φαγητά. Η αληθινή νηστεία έχει βάθος και πλάτος. Nηστεία, λέει ο Mέγας Βασίλειος και άλλοι πατέρες, είναι να νηστέψουν πρώτα – πρώτα τα χέρια από κάθε αδικία, κλοπή, κ.λπ..
Nηστεία δεν είναι απλώς να απέχεις από ορισμένα φαγητά. Η αληθινή νηστεία έχει βάθος και πλάτος. Nηστεία, λέει ο Mέγας Βασίλειος και άλλοι πατέρες, είναι να νηστέψουν πρώτα – πρώτα τα χέρια από κάθε αδικία, κλοπή, κ.λπ..
Nα νηστέψουν τα πόδια, να μήν πάνε σε τόπους αμαρτίας. Nα
νηστέψουν τα αυτιά, να μην ακούς λόγια άπρεπα και κουτσομπολιά. Nα νηστέψουν τα
μάτια – δύσκολη νηστεία· τι το όφελος νά ρχεσαι στην εκκλησία, και το βράδυ επί
ώρες να βλέπεις εκείνα τα αισχρά κι ακατονόμαστα;
Nά νηστέψει ακόμα η γλώσσα – ακόμα πιό δύσκολη νηστεία, από τα
ψέματα, την κατάκριση, την αισχρολογία, κι από το φοβερότερο απ’ όλα τη
βλασφημία.
Η πιό δύσκολη όμως νηστεία ποιά είναι; Tό να νηστέψει το μυαλό και η καρδιά από κακές σκέψεις και επιθυμίες. Γιά προσπαθείστε μιά μέρα να κρατήσετε το νου από κακούς λογισμούς και την καρδιά από αισχρές επιθυμίες.
Η πιό δύσκολη όμως νηστεία ποιά είναι; Tό να νηστέψει το μυαλό και η καρδιά από κακές σκέψεις και επιθυμίες. Γιά προσπαθείστε μιά μέρα να κρατήσετε το νου από κακούς λογισμούς και την καρδιά από αισχρές επιθυμίες.
* * *
Ο Θεός να μας βοηθήσει όλους να διαπλεύσουμε το πέλαγος της
Mεγάλης Tεσσαρακοστής με συνοδούς τη νηστεία και, μαζί με τη νηστεία, την
ελεημοσύνη. Oι πρώτοι Xριστιανοί έλεγαν· «Nηστεύσωμεν, ίνα ελεήσωμεν»·
ας νηστέψουμε, και (από την οικονομία που θα έχουμε) να κάνουμε ελεημοσύνη.
Συνδέονται αυτά τα δυό.
Γι’ αυτό στο σπίτι το βράδυ μην κοιμάσαι, αν δε’ βάλεις κάτι
στην άκρη. Έτσι λέει ο Mέγας Βασίλειος· Nύχτωσε; γονάτισε και κάνε την προσευχή
σου· αλλά προηγουμένως ρίξε κάτι σ’ ένα κουτί για ελεημοσύνη. Ας το συνηθίσουμε
αυτό.
Nα γίνει και πάλι η νηστεία στην πατρίδα μας θεσμός σεβαστός. Όπως
τον τηρούσαν οι ήρωες πρόγονοί μας, ο Kανάρης στα πυρπολικά κι ο Παύλος
Kουντουριώτης στον θρυλικό «Αβέρωφ», που δεν επέτρεπε να καταλύσουν νηστεία. Mη
μαγαρίζετε το καράβι μου! φώναξε κάποτε.
Ας νηστέψουμε λοιπόν όλοι. Kαί εύχομαι έτσι να περάσουμε τις
άγιες αυτές ημέρες, για να μας αξιώσει ο Θεός να εορτάσουμε τα σεπτά πάθη και
την ένδοξο ανάστασι του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Άμήν.
† επίσκοπος Αυγουστίνος
------------------------
------------------------
Μια πρωτότυπη αληθινή ιστορία…
«…Για να δούμε τώρα πώς εφαρμόζονται οι εντολές του Αγίου Θεού, θα σας αναφέρω μια ιστορία η οποία ανεγράφη και μοιράστηκε παλαιότερα στους Ορθόδοξους στην Αμερική.
Και μου έκανε βέβαια βαθειά εντύπωση, διότι την έχω
ξανασυναντήσει πολλές φορές από αγίους, όπως από τον Άγιο Αβραάμιο και την
ανιψιά του την Μαρία και από άλλους αγίους, και από εδώ παραδείγματα στη ζωή
μας, εδώ.
Ζούσε στήν Αθήνα κάποιος άνθρωπος ο οποίος ονομάζετο Νικόλαος. Ταπεινός, ευσεβής, με τη νηστεία του, την αγρυπνία του και με «καταστάσεις» όπως γράφει στις άγιες προσευχές του. Είχε δε επίσης και πολλή την ελεημοσύνη, κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μην την γνωρίζει κανείς.
Στα τριανταπέντε του χρόνια, εφόσον ετακτοποίησε τις άγαμες αδελφές του, απεφάσισε να έλθει εις γάμου κοινωνίαν, δηλαδή να παντρευτεί. Όπως ήταν φυσικό, θα έπρεπε να ψάξει, εφόσον ήτο και ευσεβής, μία κοπέλα μέσα από την Εκκλησία, και πιθανόν να πείτε και μέσα από τις αδελφότητες, και οπουδήποτε όπου υπήρχε ευλάβεια και ευσέβεια σε χώρους χριστιανικούς.
Αλλά όμως εκείνος διάλεξε κάτι άλλο.
Πήγε στην πλατεία Βάθης και πήγε σε ένα σπίτι της αμαρτίας. Και την πρώτη κοπέλα που τον υποδέχτηκε, της είπε :
«Σήκω και έλα μαζί μου. Έταξα στο Θεό να γλυτώσω μια ψυχή από τη λάσπη. Έλα να σε βγάλω από δω μέσα. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»
Βέβαια κεραυνός να έπεφτε στο κεφάλι της κοπέλας, δεν θα ξαφνιάζονταν τόσο πολύ, όπως ξαφνιάστηκε εκείνη τη στιγμή. Την ευκαιρία βέβαια δεν την έχασε και έτσι δέχτηκε. Τη δέχτηκε με την προϋπόθεση ότι θα εξομολογείτο και θα άρχιζαν μία καινούργια ζωή, όπως και πράγματι έγινε.
Η πρώην άσωτη γυναίκα ήταν πλέον στο πλευρό του Νικόλα σαν αγνότατο ρόδο. Φρόνιμη και σιωπηλή με τα νεανικά της χρόνια φωτεινά πλέον, απ’ τη μετάνοια και την εξομολόγηση στο καθαρό της πρόσωπο.
Πέρασε αρκετός καιρός. Αλλά η αμαρτία όμως είναι δυνατή, και δεν παρατάει εύκολα τα πλάσματα που δουλέψανε γι’ αυτήν, και για το μεγάλο αφεντικό της αμαρτίας που λέγεται διάβολος.
Έτσι λοιπόν η γυναίκα του Νικόλα, κύλισε ξαφνικά στην παλιά αμαρτία, και έγινε τώρα πλέον μοιχαλίδα. Σαν να την έπιασε βέβαια ένα είδος τρέλας.
Της μίλησε ο Νικόλας, ο καλός εκείνος σύζυγος,
«Κοίταξε», της είπε, «δεν σου κρατάω καμιά κακία. Θα σ’ αφήσω όσα λεφτά έχω και το σπίτι ακόμα, και γω θα πάω στο Άγιον Όρος. Και αν με κρατήσουν θα γίνω μοναχός, αν όχι, θα γυρίσω πίσω, και θα δούμε τι θα κάνουμε.»
Και έφυγε.
Φτάνοντας ο Νικόλας στο Άγιον Όρος, έψαξε και έμαθε για έναν περίφημο και άγιον πνευματικό, ας τον πούμε παπα-Σάββα, και πήγε να τον συμβουλευτεί.
Σαν τον άκουσε εκείνος, πήρε αυστηρή όψη και του είπε:
«Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα. Αμαρτάνεις μόνον που το σκέπτεσαι. Έταξες να σώσεις την γυναίκα σου. Να πας πίσω να την ξαναπαρεις κοντά σου. Και προσπάθησε με τη ζωή σου, με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή και ελεημοσύνη να την σώσεις.»
Αποσβολώθηκε ο Νικόλας, κοντοστάθηκε, του φάνηκε πολύ βαρειά αυτή η εντολή του πνευματικού, κατάλαβε όμως ύστερα από προσευχή που έκαμε κατά την διάρκειαν της αγρυπνίας εκεί στο κελάκι του εκείνου αγιασμένου γέροντος και πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω.
Άνοιξε την αγκαλιά του, άνοιξε το σπιτικό του και την ξαναπήρε μέσα. Εκείνη ύστερα από την όλη αυτή διαδικασία, συγκινήθηκε, εξομολογήθηκε και έβαλε μιά καινούργια αρχή.
Μα η αμαρτία είναι και γλυκιά και δυνατή και ισχυρή. Και η γυναίκα ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε.
Ο Νικόλας υπέμενε, καρτερούσε, αγρυπνούσε ώρες, γονατιστός προσευχόταν γι’ αυτήν, σιωπούσε και νήστευε, νήστευε εξαντλητικά.
Ερεθισμένη από αυτήν την ανοχή πρόσθεσε στην ντροπή και κάτι άλλο πλέον, την άσχημη συμπεριφορά της. Άρχισε να τον φωνάξει, να τον ξεφτιλίζει, να τον βρίζει, να τον ματώνει καθημερινά με την θηριώδη εκείνη συμπεριφορά της, την διαβολική. Πόσο θα μπορούσε αλήθεια να βαστάξει ο ανεξίκακος εκείνος άγιος άνθρωπος του αιώνος μας;
Περνούσαν τα χρόνια και ο Σταυρός γινόταν όλο και πιο αβάσταχτος. Έδειχνε σιγά σιγά να λυγίζει.
Και ξημέρωνε ημέρα της Καθαράς Δευτέρας. Την πέρασε γονατιστός, λύγισε μπροστά στην σιωπή του Θεού που έδειχνε πως δεν νοιαζόταν πλέον για το πλάσμα του. Έπεσε μπροστά στο εικονοστάσι και με λυγμούς φώναξε:
«Θεέ μου ή φώτισέ την και δώσ’ της μετάνοια αληθινή, ή πάρε με. Δεν αντέχω άλλο τούτο το βάσανο δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια».
Ζούσε στήν Αθήνα κάποιος άνθρωπος ο οποίος ονομάζετο Νικόλαος. Ταπεινός, ευσεβής, με τη νηστεία του, την αγρυπνία του και με «καταστάσεις» όπως γράφει στις άγιες προσευχές του. Είχε δε επίσης και πολλή την ελεημοσύνη, κατά τέτοιον τρόπον ώστε να μην την γνωρίζει κανείς.
Στα τριανταπέντε του χρόνια, εφόσον ετακτοποίησε τις άγαμες αδελφές του, απεφάσισε να έλθει εις γάμου κοινωνίαν, δηλαδή να παντρευτεί. Όπως ήταν φυσικό, θα έπρεπε να ψάξει, εφόσον ήτο και ευσεβής, μία κοπέλα μέσα από την Εκκλησία, και πιθανόν να πείτε και μέσα από τις αδελφότητες, και οπουδήποτε όπου υπήρχε ευλάβεια και ευσέβεια σε χώρους χριστιανικούς.
Αλλά όμως εκείνος διάλεξε κάτι άλλο.
Πήγε στην πλατεία Βάθης και πήγε σε ένα σπίτι της αμαρτίας. Και την πρώτη κοπέλα που τον υποδέχτηκε, της είπε :
«Σήκω και έλα μαζί μου. Έταξα στο Θεό να γλυτώσω μια ψυχή από τη λάσπη. Έλα να σε βγάλω από δω μέσα. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»
Βέβαια κεραυνός να έπεφτε στο κεφάλι της κοπέλας, δεν θα ξαφνιάζονταν τόσο πολύ, όπως ξαφνιάστηκε εκείνη τη στιγμή. Την ευκαιρία βέβαια δεν την έχασε και έτσι δέχτηκε. Τη δέχτηκε με την προϋπόθεση ότι θα εξομολογείτο και θα άρχιζαν μία καινούργια ζωή, όπως και πράγματι έγινε.
Η πρώην άσωτη γυναίκα ήταν πλέον στο πλευρό του Νικόλα σαν αγνότατο ρόδο. Φρόνιμη και σιωπηλή με τα νεανικά της χρόνια φωτεινά πλέον, απ’ τη μετάνοια και την εξομολόγηση στο καθαρό της πρόσωπο.
Πέρασε αρκετός καιρός. Αλλά η αμαρτία όμως είναι δυνατή, και δεν παρατάει εύκολα τα πλάσματα που δουλέψανε γι’ αυτήν, και για το μεγάλο αφεντικό της αμαρτίας που λέγεται διάβολος.
Έτσι λοιπόν η γυναίκα του Νικόλα, κύλισε ξαφνικά στην παλιά αμαρτία, και έγινε τώρα πλέον μοιχαλίδα. Σαν να την έπιασε βέβαια ένα είδος τρέλας.
Της μίλησε ο Νικόλας, ο καλός εκείνος σύζυγος,
«Κοίταξε», της είπε, «δεν σου κρατάω καμιά κακία. Θα σ’ αφήσω όσα λεφτά έχω και το σπίτι ακόμα, και γω θα πάω στο Άγιον Όρος. Και αν με κρατήσουν θα γίνω μοναχός, αν όχι, θα γυρίσω πίσω, και θα δούμε τι θα κάνουμε.»
Και έφυγε.
Φτάνοντας ο Νικόλας στο Άγιον Όρος, έψαξε και έμαθε για έναν περίφημο και άγιον πνευματικό, ας τον πούμε παπα-Σάββα, και πήγε να τον συμβουλευτεί.
Σαν τον άκουσε εκείνος, πήρε αυστηρή όψη και του είπε:
«Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα. Αμαρτάνεις μόνον που το σκέπτεσαι. Έταξες να σώσεις την γυναίκα σου. Να πας πίσω να την ξαναπαρεις κοντά σου. Και προσπάθησε με τη ζωή σου, με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή και ελεημοσύνη να την σώσεις.»
Αποσβολώθηκε ο Νικόλας, κοντοστάθηκε, του φάνηκε πολύ βαρειά αυτή η εντολή του πνευματικού, κατάλαβε όμως ύστερα από προσευχή που έκαμε κατά την διάρκειαν της αγρυπνίας εκεί στο κελάκι του εκείνου αγιασμένου γέροντος και πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω.
Άνοιξε την αγκαλιά του, άνοιξε το σπιτικό του και την ξαναπήρε μέσα. Εκείνη ύστερα από την όλη αυτή διαδικασία, συγκινήθηκε, εξομολογήθηκε και έβαλε μιά καινούργια αρχή.
Μα η αμαρτία είναι και γλυκιά και δυνατή και ισχυρή. Και η γυναίκα ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε.
Ο Νικόλας υπέμενε, καρτερούσε, αγρυπνούσε ώρες, γονατιστός προσευχόταν γι’ αυτήν, σιωπούσε και νήστευε, νήστευε εξαντλητικά.
Ερεθισμένη από αυτήν την ανοχή πρόσθεσε στην ντροπή και κάτι άλλο πλέον, την άσχημη συμπεριφορά της. Άρχισε να τον φωνάξει, να τον ξεφτιλίζει, να τον βρίζει, να τον ματώνει καθημερινά με την θηριώδη εκείνη συμπεριφορά της, την διαβολική. Πόσο θα μπορούσε αλήθεια να βαστάξει ο ανεξίκακος εκείνος άγιος άνθρωπος του αιώνος μας;
Περνούσαν τα χρόνια και ο Σταυρός γινόταν όλο και πιο αβάσταχτος. Έδειχνε σιγά σιγά να λυγίζει.
Και ξημέρωνε ημέρα της Καθαράς Δευτέρας. Την πέρασε γονατιστός, λύγισε μπροστά στην σιωπή του Θεού που έδειχνε πως δεν νοιαζόταν πλέον για το πλάσμα του. Έπεσε μπροστά στο εικονοστάσι και με λυγμούς φώναξε:
«Θεέ μου ή φώτισέ την και δώσ’ της μετάνοια αληθινή, ή πάρε με. Δεν αντέχω άλλο τούτο το βάσανο δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια».
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια!
Η γυναίκα του που ήλθε απέξω από την αμαρτία, γιατί είπαμε ήτανε νύχτα και ξημέρωνε η Καθαρά Δευτέρα, ήταν μια τέτοια ημέρα, που τον βρήκε γονατιστό και άκουσε και τα λόγια που έλεγε κλαίγοντας τούτος ο άνθρωπος, τη συγκλόνισε κυριολεκτικά, την πήραν τα κλάματα, … κατάλαβε την άβυσσο των κριμάτων της, … ήταν «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», αλλά η μετανοημένη πλέον.
Κεραυνοχτυπημένη λοιπόν από την θεία φώτιση, σωριάστηκε στα πόδια του και φώναξε:
«Συγχώρεσέ με, δεν είμαι μόνο τιποτένια, αλλά για τελευταία φορά. Για τελευταία και μοναδική φορά συγχώρεσέ με».
Και κείνος τη συγχώρεσε.
Και ακολούθησαν μετά από κείνην την βραδιά που ξημέρωνε η Μεγάλη Σαρακοστή και η Καθαρά Δευτέρα, ακολούθησαν χρόνια ευτυχίας, και με παιδιά μέσα στην οικογένεια, δύο αγγελούδια που τους χάρισε ο Πανάγιος Θεός, και ευλογία ήλθε μια για πάντα σε αυτό το σπιτικό, χάρις στην αγία υπομονή, τη μεγάλη καρδιά και την συγχωρητικότητα αυτού του ανθρώπου του Νικολάου, χάρις στην προσευχή του, χάρις στην υπομονή του, την ματωμένη υπομονή του, την πολλή του προσευχή και τα πολλά του τα δάκρυα.
Τελικά έσωσε έναν άνθρωπο.
Η γυναίκα του που ήλθε απέξω από την αμαρτία, γιατί είπαμε ήτανε νύχτα και ξημέρωνε η Καθαρά Δευτέρα, ήταν μια τέτοια ημέρα, που τον βρήκε γονατιστό και άκουσε και τα λόγια που έλεγε κλαίγοντας τούτος ο άνθρωπος, τη συγκλόνισε κυριολεκτικά, την πήραν τα κλάματα, … κατάλαβε την άβυσσο των κριμάτων της, … ήταν «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», αλλά η μετανοημένη πλέον.
Κεραυνοχτυπημένη λοιπόν από την θεία φώτιση, σωριάστηκε στα πόδια του και φώναξε:
«Συγχώρεσέ με, δεν είμαι μόνο τιποτένια, αλλά για τελευταία φορά. Για τελευταία και μοναδική φορά συγχώρεσέ με».
Και κείνος τη συγχώρεσε.
Και ακολούθησαν μετά από κείνην την βραδιά που ξημέρωνε η Μεγάλη Σαρακοστή και η Καθαρά Δευτέρα, ακολούθησαν χρόνια ευτυχίας, και με παιδιά μέσα στην οικογένεια, δύο αγγελούδια που τους χάρισε ο Πανάγιος Θεός, και ευλογία ήλθε μια για πάντα σε αυτό το σπιτικό, χάρις στην αγία υπομονή, τη μεγάλη καρδιά και την συγχωρητικότητα αυτού του ανθρώπου του Νικολάου, χάρις στην προσευχή του, χάρις στην υπομονή του, την ματωμένη υπομονή του, την πολλή του προσευχή και τα πολλά του τα δάκρυα.
Τελικά έσωσε έναν άνθρωπο.
Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου